ανακάτωμα, το κ. ανακάτεμα, το, ουσ. [<ανακατώνω], το ανακάτωμα. 1. το μπέρδεμα: «βρήκα τέτοιο ανακάτωμα στη δουλειά, που ακόμα δεν μπορώ να βάλω μια τάξη». 2. η φασαρία: «έγινε τέτοιο ανακάτωμα, που σηκώθηκε στο πόδι όλη η γειτονιά». 3α. η αηδία: «κάθε φορά που συναντώ αυτόν τον άνθρωπο, νιώθω μεγάλο ανακάτωμα». β. η δυσάρεστη στομαχική διαταραχή: «ακόμα έχω ανακάτωμα απ’ το χτεσινό φαγητό». 4. η συμμετοχή σε υπόθεση, ιδίως ύποπτη, παράνομη: «ένα τέτοιο ανακάτωμα ακόμα, και σε βλέπω δέκα χρόνια στη φυλακή». 5. στον πλ. τα ανακατώματα κ. ανακατέματα, τα διαβάλματα, τα κουτσομπολιά: «απ’ τη μέρα που μπήκε στην παρέα μας, είναι όλο ανακατώματα»·
- έχω ανακάτωμα, νιώθω δυσφορία στο στομάχι, έχω τάση για εμετό: «κάθε φορά που ταξιδεύω με πλοίο, έχω ανακάτωμα || έφαγα χτες ένα σάντουιτς κι ακόμα έχω ανακάτωμα»·
- με πιάνει ανακάτωμα, βλ. φρ. μου φέρνει ανακάτωμα·
- μου ’ρχεται ανακάτωμα, βλ. φρ. μου φέρνει ανακάτωμα·
- μου φέρνει ανακάτωμα, νιώθω έντονη αποστροφή ή απέχθεια για κάποιον ή για κάτι: «μόνο που τον βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, μου φέρνει ανακάτωμα || μόνο η σκέψη πως θα φάω μπιζέλια, μου φέρνει ανακάτωμα».